Ὀλυμπίας
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ἄνεμος, ὁ, the WNW wind, elsewhere Ἀργέστης or Ἰᾶπυξ, Arist.Mete.363b24, Mu. 394b26, Lyd.Mens.4.119.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπίας: ἄνεμος, ὁ πνέων ἐκ τοῦ ΔΒΔ μέρους, ἀλλαχοῦ Ἀργέστης ἢ Ἰᾶπυξ, Λατιν. Corus, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 8, Ἀποσπ. 238, π. Κόσμ. 4, 12.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλυμπίας: ἄνεμος ὁ (= Ἀργέστης или Ἰᾶπυξ, лат. Corus) западно-северо-западный ветер Arst.
German (Pape)
ὁ, ἄνεμος, der Nordwestwind, sonst ἀργέστης, nach Arist. Meteor. 2.6 ἀπὸ δυσμῆς χειμερινῆς. Vgl. auch σκίρων.