Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: ὑποφθορεύς | Medium diacritics: ὑποφθορεύς | Low diacritics: υποφθορεύς | Capitals: ΥΠΟΦΘΟΡΕΥΣ |
Transliteration A: hypophthoreús | Transliteration B: hypophthoreus | Transliteration C: ypofthoreys | Beta Code: u(pofqoreu/s |
έως, ὁ, A corrupter, seducer, Gloss.
ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.
-έως, ὁ, Α
αυτός που διαφθείρει ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια-φθορεύς.