ὑποφθορεύς

From LSJ
Revision as of 09:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθορεύς Medium diacritics: ὑποφθορεύς Low diacritics: υποφθορεύς Capitals: ΥΠΟΦΘΟΡΕΥΣ
Transliteration A: hypophthoreús Transliteration B: hypophthoreus Transliteration C: ypofthoreys Beta Code: u(pofqoreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A corrupter, seducer, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που διαφθείρει ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια-φθορεύς.