μεσαύλη

Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

ἡ,    A = μέσαυλος 1, prob. in Möller Pap.Berl.Mus.3.13 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 136] ἡ, nur Vitruv. 6, 10. S. μέσαυλος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαύλη: ἡ, ἴδε μέσαυλος.

Greek Monolingual

μεσαύλη, ἡ (Α)
ο μέσαυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μέσαυλος με αλλαγή γένους].