ἀπογνώμων
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ον, A = ἀγνώμων 111, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογνώμων: -ον, ἐπὶ ἵππων, = ἀγνώμων, λιπογνώμων, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον
1 capaz de distinguir ὥστε τῆς τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ διαφορᾶς ἀπογνώμονα εἶναι Mac.Aeg.M.34.876B.
2 sin dientes que determinen la edad de caballos op. γνώμονες Poll.1.182, Hsch., Sud.s.u. ἀβολήτωρ.