φαρμακηρός

From LSJ
Revision as of 16:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''111''" to "''III''")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκηρός Medium diacritics: φαρμακηρός Low diacritics: φαρμακηρός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: pharmakērós Transliteration B: pharmakēros Transliteration C: farmakiros Beta Code: farmakhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (   A φάρμακον III) treated with preservatives, κωπῶν ζεύγη BGU544.21 (ii A. D.).    2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο
2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ταριχ-ηρός)].