αἰγονόμος
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
English (LSJ)
ον, A = αἰγινόμος, AP7.397 (Eryc.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγονόμος: -ον, = αἰγινόμος, Ἀνθ. Π. 7. 397.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cabrero, AP 7.397 (Eryc.), βουπελάταις τε καὶ αἰγονόμοις καὶ ποιμέσιν ἀρνῶν Orac.Sib.8.478, cf. Orph.H.11.8, glosa a αἰπόλος Hsch., Sud., cf. αἰγινόμος.
Greek Monotonic
αἰγονόμος: -ον (αἴξ, νέμω) = αἰγινόμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγονόμος: питающий коз (Μυκάλη Anth.).