αἰγλάζω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
A to beam brightly, Man.4.264.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγλάζω: ἀκτινοβολῶ, λάμπω φαιδρῶς, Μανέθ. 4, 264.
Spanish (DGE)
resplandecer Man.4.264.