αἰσχυντός
English (LSJ)
ή, όν, A shameful, Ps.-Phoc. 189.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντός: -ή, -όν, πλήρης αἰδοῦς, Ψευδο-Φωκυλ. 176, ἔνθα ὁ Byk ἔχει αἰσχυντηροῖς.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
deshonrado μηδ' ὕβριζε γυναῖκα ἐπ' αἰσχυντοῖς λεχέεσσιν Ps.Phoc.189.
Greek Monolingual
αἰσχυντός, -ή, -όν (Α)
αισχρός, χυδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχύνω.
ΠΑΡ. αἰσχυντηλός
αρχ.
αἰσχυντηρός, αἰσχυντικός.