αἰσχυντός

Revision as of 19:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ή, όν, A shameful, Ps.-Phoc. 189.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντός: -ή, -όν, πλήρης αἰδοῦς, Ψευδο-Φωκυλ. 176, ἔνθα ὁ Byk ἔχει αἰσχυντηροῖς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
deshonrado μηδ' ὕβριζε γυναῖκα ἐπ' αἰσχυντοῖς λεχέεσσιν Ps.Phoc.189.

Greek Monolingual

αἰσχυντός, -ή, -όν (Α)
αισχρός, χυδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχύνω.
ΠΑΡ. αἰσχυντηλός
αρχ.
αἰσχυντηρός, αἰσχυντικός.