αὐτοτέλεστος
English (LSJ)
ον, A self-accomplished, spontaneous, Opp.H.1.763, AP1.19.6 (Claudian.), Nonn.D.43.233, al.
German (Pape)
[Seite 403] durch sich selbst vollendet, γόνος Claudian. ep. (1, 19); Nonn. D. 48. 85. Vgl. αὐτόρεκτος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτέλεστος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ τελούμενος, κατορθούμενος, αὐτόματος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 763, Ἀνθ. Π. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’est accompli ou s’accomplit de soi-même, spontané.
Étymologie: αὐτός, τελέω.
Spanish (DGE)
-ον
perfecto en sí αὐτοτέλεστα καὶ αὐτόρρεκτα γένεθλα Opp.H.1.763, γόνος AP 1.19.6 (Claudian.), φυτόν Nonn.D.43.233, cf. Nonn.Par.Eu.Io.1.14.
Greek Monotonic
αὐτοτέλεστος: -ον (τελέω), αφ' εαυτού ολοκληρωμένος, αυθόρμητος, αυτόματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοτέλεστος: происшедший сам собой, т. е. непорочный (γόνος Anth.).
Middle Liddell
τελέω
self-accomplished, spontaneous, Anth.