αὐότης

From LSJ
Revision as of 20:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐότης Medium diacritics: αὐότης Low diacritics: αυότης Capitals: ΑΥΟΤΗΣ
Transliteration A: auótēs Transliteration B: auotēs Transliteration C: avotis Beta Code: au)o/ths

English (LSJ)

Att. αὑότης, ητος, ἡ, A dryness, Arist.HA518a11.

Greek (Liddell-Scott)

αὐότης: Ἀττ. αὐότης, ητος, ἡ, ξηρότης, ξηρασία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 5.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
desecación οὐχ αὐ. ἐστὶν ἡ πολιότης Arist.HA 518a11.

Greek Monolingual

αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) αύος
ξηρότητα, ξηρασία.

Russian (Dvoretsky)

αὐότης: атт. αὑότης, ητος ἡ сухость Arst.