βασίλιννα

Revision as of 20:16, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A v. βασίλισσα.

German (Pape)

[Seite 437] ἡ, = βασίλεια, Men. bei Eusth. 1425; als v. l. der mss. Dem. 59, 74.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσίλιννα: ἴδε ἐν λ. βασίλισσα.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
reina en la explicación de la hierogamia de la mujer del arconte rey, D.59.74, cf. Men.Fr.652a.

Greek Monolingual

βασίλιννα, η (Α)
η σύζυγος του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς, πιθ. αρχικά με υποκοριστική σημασία. Κατ' άλλους, βασίλιννα < βασιλεύς + -ιννα, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό θηλυκών κυρίων ονομάτων ή λέξεων θρησκευτικού περιεχομένου. Ανάλογο σχηματισμό προς το βασίλιννα παρουσιάζουν τα κύρια ονόματα Κόριννα, Φίλιννα κ.ά.].

Greek Monotonic

βᾰσίλιννα: ἡ, βασίλισσα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσίλιννα: (σῐ) ἡ жена архонта-басилевса Dem., Men.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασίλιννα -ης, ἡ βασιλεύς koningin (in Athene de vrouw van de ἄρχων βασιλεύς).