Φίλιννα

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Philinna, f.

Greek (Liddell-Scott)

Φίλιννα: ἡ, κύρ. ὄνομα ἐν χρήσει εἰς ἔκφρασιν στοργῆς, οἱονεὶ «ἀγάπη μου», Ἀριστοφ. Νεφ. 684.

Greek Monotonic

Φίλιννα: ἡ (φίλος), κύριο όνομα που χρησιμοποιείται ως έκφραση στοργής, Αγαπημένη, σε Αριστοφ.