Φίλιννα

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Philinna, f.

Greek (Liddell-Scott)

Φίλιννα: ἡ, κύρ. ὄνομα ἐν χρήσει εἰς ἔκφρασιν στοργῆς, οἱονεὶ «ἀγάπη μου», Ἀριστοφ. Νεφ. 684.

Greek Monotonic

Φίλιννα: ἡ (φίλος), κύριο όνομα που χρησιμοποιείται ως έκφραση στοργής, Αγαπημένη, σε Αριστοφ.