βοηθήσιμος

Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A curable, Thphr.HP9.16.7.

German (Pape)

[Seite 451] dem zu helfen ist, Ggstz ἀβοήθητος. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ θεραπεύσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 7.

Spanish (DGE)

-ον
que puede curar, curativode un fármaco, Thphr.HP 9.16.7.

Greek Monolingual

βοηθήσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βοηθήσει.