γαλλικός

From LSJ
Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλλικός Medium diacritics: γαλλικός Low diacritics: γαλλικός Capitals: ΓΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gallikós Transliteration B: gallikos Transliteration C: gallikos Beta Code: galliko/s

English (LSJ)

ή, όν, perh. A gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.