γελοιότης
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ητος, ἡ, A absurdity, Ath.11.497f.
German (Pape)
[Seite 479] ητος, ἡ, Lächerlichkeit, Ath. XI, 497 f.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἢ τι γελοῖον, Ἀθήν. 497F.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
ridiculez τῇ γελοιότητι τοῦ ὀνόματος προσπαίξας Ath.497f, γ. καὶ ἠλιθιότης Cyr.Al.M.71.196B.