γεροντοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A like an old man, Eust. 1923.63.
German (Pape)
[Seite 486] ές, greifenähnlich, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντοειδής: -ές, ὅμοιος γέροντι, Εὐστ. 1923. 63.
Spanish (DGE)
-ές semejante a un viejo Eust.1923.63.
Greek Monolingual
γεροντοειδής, -ές (Μ)
ο όμοιος με γέρο.