γλαύκωμα
English (LSJ)
ατος, τό, A glaucoma, opacity of the crystalline lens, cataract, Arist.GA780a17; esp. of the supposedly incurable forms of this affection, opp. ὑπόχυμα, Ruf. ap. Orib.Syn.8.49, cf. Paul.Aeg.3.22, Gal.19.435.
Greek (Liddell-Scott)
γλαύκωμα: τό, ἐπισκότισις, ἀδιαφάνεια τοῦ κρυσταλλώδους φακοῦ, εἶδος καταρράκτου (ἐκ τῆς σκοτεινῆς ὑποφαίου λάμψεως, ἣν παρέχει ὁ οὕτω πάσχων ὀφθαλμός), Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 28, πρβλ. Foës. Οἰκον. Ἱππ.· ἴδε λεύκωμα, ὑπόχυσις. ‒ γλαυκωματικός, ὁ πάσχων γλαύκωμα, μετγν.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I medic.
1 n. de diversas afecciones oculares del tipo de la catarata o glaucoma Arist.GA 780a15, 17, Ar.Byz.Epit.2.50, Ruf.Fr.61.2, Plin.HN 28.95, Gal.19.435, Claud.Herm.Mul.520, Phlp.in GA 219.14, 15, Not.Tir.91.83
•esp. de las afecciones de este tipo de carácter incurable, por op. a ὑπόχυμα (q.u.), Ruf. en Orib.Syn.8.49, Hippiatr.11.1
•cóm. Plaut.Mil.148.
2 trad. errónea de λεύκωμα mancha blanca en el ojo, Dsc.Lat.1.86, 2.9.
II fig. obcecación de la mente Prud.Ham.90.
Greek Monolingual
το (AM γλαύκωμα)
πάθηση του οφθαλμού κατά την οποία ο κρυσταλλώδης φακός γίνεται αδιαφανής, καταρράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκούμαι ή απευθείας < γλαυκός.
Russian (Dvoretsky)
γλαύκωμα: ατος τό синее помутнение глаза Arst., впосл. глаукома.