κρυσταλλώδης
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
κρυσταλλῶδες, icy, glacial, Ptol.Tetr.94, D.C.49.31; of water, clear, PHolm.25.33.
German (Pape)
[Seite 1516] ες, = κρυσταλλοειδής, D. Cass. 49, 31 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλώδης: -ες, = κρυσταλλοειδής, Δίων Κ. 49. 31.
Greek Monolingual
-ες (AM κρυσταλλώδης, -ῶδες) κρύσταλλος
κρυσταλλοειδής, αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή με πάγο
μσν.-αρχ.
(για νερό) διαυγής, καθαρός.