δάπτης

From LSJ
Revision as of 21:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπτης Medium diacritics: δάπτης Low diacritics: δάπτης Capitals: ΔΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dáptēs Transliteration B: daptēs Transliteration C: daptis Beta Code: da/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, A eater, bloodsucker, δάπταις αἱμοπώταισιν, of gnats, Lyc.1403.

Greek (Liddell-Scott)

δάπτης: -ου, ὁ, ὁ κατατρώγων, τὸ αἷμα πίνων, δάπταις αἱμοπώτῃσιν, ἐπὶ τῶν κωνώπων, Λυκόφρ. 1403.

Spanish (DGE)

δεινός Hsch.

Greek Monolingual

ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) δάπτω
νεοελλ.
ονομασία κολεόπτερου της οικογένειας των καραβίδων
αρχ.
αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος»).