Θεοφάνια

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

τα (Α θεοφάνια)
η θεοφάνεια, η γιορτή τών Φώτων
αρχ.
γιορτή στους Δελφούς κατά την οποία δείχνονταν στον λαό τα αγάλματα του Απόλλωνος και άλλων θεών («ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν θεοφανίοισι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ θεοφάνια (ενν. ιερά) < θεοφάνιον (< θεο- + -φάνιον < -φανής < φαίνω), πρβλ. επιφάνια (τα) (< επιφάνιον), θεοξένια (τα)].