Καρχηδόνιος

From LSJ
Revision as of 21:34, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Carthage, Carthaginois ; οἱ Καρχηδόνιοι HDT les Carthaginois.
Étymologie: Καρχηδών.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Καρχηδόνιος, -ία, -ον)
ο κάτοικος της αρχαίας πόλης Καρχηδόνος
νεοελλ.
καρχηδονιακός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Καρχηδών -όνος + κατάλ. -ιος (πρβλ. Τράγ-ιος, Φρύγ-ιος)].

Russian (Dvoretsky)

Καρχηδόνιος: II ὁ карфагенянин Her. etc.
карфагенский Polyb., Diod.

English (Woodhouse)

Carthaginian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)