άγευστος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄγευστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει γεύση
2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος
3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος
αρχ.
1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι
2. νηστικός
3. αυτός που δεν τον γεύτηκε κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γεύσ-ομαι του γεύομαι.
ΠΑΡ. μσν. ἀγευστία.