ανούσιος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀνούσιος, -ον) ουσία
1. (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη γεύση, ο άνοστος
2. (για ανθρώπους και λόγια) ο ανόητος, εκείνος που δεν προκαλεί ευχαρίστηση
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει πάνω στην ύλη
αρχ.-μσν.
ο εκτός πραγματικότητας, ο ουσιαστικά ανύπαρκτος.