ανούσιος

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀνούσιος, -ον) ουσία
1. (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη γεύση, ο άνοστος
2. (για ανθρώπους και λόγια) ο ανόητος, εκείνος που δεν προκαλεί ευχαρίστηση
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει πάνω στην ύλη
αρχ.-μσν.
ο εκτός πραγματικότητας, ο ουσιαστικά ανύπαρκτος.