φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
-η, -οαυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.ΠΑΡ. ακεφιά].