δύσθυμος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
δύσθυμον, desponding, melancholy, S.El. 218 (lyr.), X.Cyr.5.2.34, Arist.Pr.955a17 (Comp.), Phld.Herc.1251.10; τοῖς πεπραγμένοις S.El.550; τὸ δύσθυμον = δυσθυμία (discouragement, mistrust, sadness), Plu.Per.15. Adv. δυσθύμως = sadly, δυσθύμως ἔχειν = be sad, be discouraged Plb.1.87.1, Phld.Mort.27: Comp. δυσθυμότερον Pl.Phd. 85b.
Spanish (DGE)
(δύσθῡμος) -ον
I 1desanimado, decaído, desilusionado ψυχά S.El.218, πρόσωπα X.Cyr.5.2.34, οἱ μὲν παῖδες εὐθυμότεροι, οἱ δὲ γέροντες δυσθυμότεροι Arist.Pr.955a17, cf. Gal.4.810, δύσθυμον μᾶλλον τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος καὶ δύσελπι la mujer tiene más tendencia al desaliento y la desesperación que el varón Arist.HA 608b11
•neutr. subst. τὸ δύσθυμον = desánimo, decaimiento ὁ νύκτωρ (ἀήρ) συνάγει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ δ. Plu.2.383b, cf. Per.15
•medic. depresivo, tendente al decaimiento en procesos psicopatológicos frec. asociados a la melancolía y a la hipocondría οἱ δύσθυμοι καὶ δυσέλπιδες Gal.8.342, cf. 14.741.
2 desprovisto de cólera, tranquilo τὰ μὲν (ζῷα) γάρ ἐστι πρᾶα καὶ δύσθυμα ..., οἷον βοῦς algunos animales son dóciles, tranquilos ... como el buey Arist.HA 488b13.
3 descontento, malhumorado οὐκ εἰμὶ τοῖς πεπραγμένοις δ. S.El.550, διὰ τὴν ... ὑπὲρ τῆς τελευτῆς λύπην ὀργίλοι καὶ δύσκολοι καὶ δύσθυμοι Phld.Elect.10.19
•neutr. subst. τὸ δύσθυμον = mal humor λέλυταί σοι τὸ δ. Basil.Ep.350, cf. Plu.2.330c.
II adv. δυσθύμως = con desánimo, δυσθύμως ἔχειν = estar desilusionado Plb.1.87.1, I.AI 5.134, Plu.Art.24, Lib.Decl.43.47, δυσθύμως διακεῖσθαι Plb.15.4.6, Plu.Fab.6, compar. ἡγοῦμαι ... οὐδὲ δυσθυμότερον αὐτῶν τοῦ βίου ἀπαλλάττεσθαι estimo que me aparto de la vida con menos tristeza que ellos Pl.Phd.85b.
German (Pape)
[Seite 681] mißmütig, traurig; Soph. El. 211; τινί, 540; Plat. Phaed. 85 b; = δύσελπις, Arist. Probl. 30, 1; τὸ δύσθυμον, Traurigkeit, Plut. Pericl. 25. – Adv., δυσθύμως ἔχειν Pol. 1, 87; δυσθύμως διακεῖσθαι 3, 54; Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 découragé, triste ; δύσθυμος τινι découragé ou attristé par qch ; τὸ δύσθυμον PLUT la tristesse, le découragement ; qui regrette;
2 de mauvaise humeur.
Étymologie: δυσ-, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
δύσθῡμος: унылый, подавленный, печальный Soph., Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθῡμος: -ον, ἄθυμος, μελαγχολικός, Σοφ. Ἠλ. 218, κτλ.· τινι, διά τι πρᾶγμα, αὐτόθι 550· τὸ δ. = δυσθυμία, Πλούτ. Περικλ. 25. ― Ἐπίρρ., δυσθύμως ἔχειν Πολύβ. 1. 87, 1· συγκρ. -ότερον, Πλάτ. Φαίδωνι 85Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσθυμος, -ον)
βαρύθυμος, κακόκεφος, μελαγχολικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δύσθυμον
η δυσθυμία.
Greek Monotonic
δύσθῡμος: -ον, αποθαρρυμένος, μελαγχολικός, βαρύθυμος, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ δύσθυμον = δυσθυμία, σε Πλούτ.· επίρρ. -μως, συγκρ. -ότερον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δύσ-θῡμος, ον
desponding, melancholy, repentant, Soph., etc.: τὸ δύσθυμον = δυσθυμία, Plut. adv., -μως, comp. -ότερον, Plat.
English (Woodhouse)
dejected, despondent, melancholy, heartbroken
Mantoulidis Etymological
(=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπό τό δυσ + θυμός.