γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η άκεφος1. έλλειψη κεφιού, αθυμία, δυσφορία2. σωματική δυσφορία, ανορεξία.