Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άμμουδα

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

η
ο αμμώδης βυθός της θάλασσας (σε αντίθεση προς την αμμουδιά, δηλαδή την αμμώδη παραλία).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. σχηματίστηκε από το θ. του πληθυντικού (άμμου-δες) του ουσ. άμμος].