ήλιθα

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

ἤλιθα (Α)
επίρρ.
1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» — λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.)
2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» — κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ήλιθα < ήλιθος < ηλεός.
ΠΑΡ. ηλίθιος].