έχθος

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ἔχθος, τὸ (ΑΜ)
μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῑστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῑνος κλύειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εχθρός].