έρκτωρ
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
ἕρκτωρ, ὁ (Α)
αυτός που πράττει κάτι («ἕρκτορες κακών»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάρτυρο ῥέκτωρ (< ῥέζω «πράττω, κατορθώνω») με μετάθεση τών ρ και ε].