έχθρητα

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

η (Μ ἔχθρητα)
έχθρα, εχθρότητα, μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έχθρ- (έχθρα) + κατάλ. -ητα αναλογικά προς τα ουσ. σε -(τ)ητα (πρβλ. νεότητα, τιμιότητα)].