έχθρητα

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἔχθρητα)
έχθρα, εχθρότητα, μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έχθρ- (έχθρα) + κατάλ. -ητα αναλογικά προς τα ουσ. σε -(τ)ητα (πρβλ. νεότητα, τιμιότητα)].