ίσαλος
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οριζόντια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ίσαλα
τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην ίδια οριζόντις γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
3. φρ. «ίσαλος γραμμή» — η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με το σκάφος πλωτού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + -αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. αγχί-αλος, αναξί-αλος].