αγαθοεργός

Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγαθοεργός, -όν και -ουργός, -όν)
αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγαθός + -εργός < έργον.
ΠΑΡ. αγαθοεργία
αρχ.
ἀγαθοεργῶ].