αβάντζα

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και -ντσα, η και αβάντσο και -ντζο, το
1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα
2. προκαταβολή
3. φρ. «πάμε αβάντζο» — συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. avanzo (= πλεόνασμα, κέρδος)].