αβάντζα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
και -ντσα, η και αβάντσο και -ντζο, το
1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα
2. προκαταβολή
3. φρ. «πάμε αβάντζο» — συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. avanzo (= πλεόνασμα, κέρδος)].