αγοραπωλητής

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

ο
αυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγορά + πωλητής.
ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός].