αγχέμαχος

Revision as of 22:22, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγχέμαχος, -ον)
(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του συστάδην (σώμα προς σώμα)
αρχ.
αυτός που μάχεται εκ του πλησίον, από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μάχη.
ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος].