εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
-ο1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχοςα) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέραςβ) ο υποδοχέας του αέρα στον αεραγωγόγ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + -δόχος < δέχομαι.