αδελφομαχία

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

η
1. μίσος, έχθρα μεταξύ αδελφών ή στενών φίλων
2. πόλεμος μεταξύ ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -μαχία < -μάχος < μάχομαι.