αδελφομαχία

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η
1. μίσος, έχθρα μεταξύ αδελφών ή στενών φίλων
2. πόλεμος μεταξύ ομοεθνών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -μαχία < -μάχος < μάχομαι.