αδιάφθαρτος
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάφθαρτος, -ον)
ο αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαφθείρω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαφθαρσία].