αετόμορφος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
και αϊτόμορφος, -η, -ο (Α ἀετόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή ή σχήμα αετού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀετὸς + μορφή.