αερόβιος

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀερόβιος, -ον)
(για πτηνά κυρίως)
αυτός που ζει στον αέρα
νεοελλ.
για βακτήρια, φυτά) κ.λπ. που δεν ζουν χωρίς αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀήρ + βίος
ο τ. αερόβιος χρησιμοποιήθηκε από τους ξένους ως επιστημον. όρος (πρβλ. γαλλ. aerobie), ξαναγυρίζοντας στην Ελληνική ως αντιδάνειο].