αερόβιος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀερόβιος, -ον)
(για πτηνά κυρίως)
αυτός που ζει στον αέρα
νεοελλ.
για βακτήρια, φυτά) κ.λπ. που δεν ζουν χωρίς αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀήρ + βίος
ο τ. αερόβιος χρησιμοποιήθηκε από τους ξένους ως επιστημον. όρος (πρβλ. γαλλ. aerobie), ξαναγυρίζοντας στην Ελληνική ως αντιδάνειο].