ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(Α ἀθῳώ, -όω)
απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τον κηρύσσω αθώο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ἀθῳόω < ἀθῷος.
ΠΑΡ. ἀθῷωσις
νεοελλ.
αθωωτής].