Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία
στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες)
φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμόρροος (= αἱμόρρους).
ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός].