ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἀκανθοφάγος, -ον (Α)(ζώο) που τρώει αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω.ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ].