ακανθοφάγος

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

ἀκανθοφάγος, -ον (Α)
(ζώο) που τρώει αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω.
ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ].