ακατάδεκτος

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

-η, -ο και ακατάδεχτοςἀκατάδεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης
μσν.
ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + καταδέχομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία].