ακαταδεξία
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Greek Monolingual
η και ακαταδεξιά, η ακατάδεκτος
περηφάνια, υπεροψία.
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η και ακαταδεξιά, η ακατάδεκτος
περηφάνια, υπεροψία.